Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΦΑΙΡΑ ΕΠΙΡΡΟΗΣ
- 08.04.25 09:27

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’40 και του ’50, ο Καρλ Σμιτ, ένας από τους σημαντικότερους, επιδραστικότερους αλλά και πιο αμφιλεγόμενους Ευρωπαίους στοχαστές του 20ού αιώνα, αφού ποτέ δεν αποκήρυξε τη στήριξη που ασμένως παρείχε στο ναζιστικό καθεστώς, εισήγαγε μια αινιγματική έννοια: τον μείζονα χώρο. Σφοδρός πολέμιος της ιδέας του μονοπολισμού, της παγκόσμιας διακυβέρνησης και των επίδοξων εφαρμοστών τους στο διεθνές στερέωμα −τέτοιοι ήταν στα μάτια του οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση, καθώς αμφότερες ήθελαν να επιβάλλουν τις δικές τους αξίες στο σύνολο της ανθρωπότητας− ο συντηρητικός Γερμανός νομικός αναζητούσε εργαλεία για να φανταστεί τη δυνατότητα ενός πολυ-πολικού και πολυ-αξιακού κόσμου, στον οποίο θα υπήρχε θέση και για άλλους διεθνείς παίκτες.
Η ιδέα του μείζονος χώρου ήταν εμπνευσμένη από το περίφημο αμερικανικό δόγμα Μονρόε, το οποίο προσδιόριζε το δυτικό ημισφαίριο ως έναν χώρο διευρυμένης επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών, απαγορεύοντας τις παρεμβάσεις της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Απώτερη δε ελπίδα του Σμιτ ήταν η δημιουργία ενός ανεξάρτητου και αυτόνομου ευρωπαϊκού μείζονος χώρου, ο οποίος θα συνυπήρχε με άλλους μείζονες χώρους και άλλων δυνάμεων πλην των πρωταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου, όπως η Κίνα ή ο αναδυόμενος κόσμος.
ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ
Οι περίοδοι ανακατατάξεων και ανατροπών δίνουν την αίσθηση ότι ο χρόνος κινείται γρηγορότερα από το…
Οκτώ και πλέον δεκαετίες μετά την αρχική της διατύπωση, η εν λόγω προσέγγιση αποκτά μια απρόσμενη επικαιρότητα. Η ενιαία πολιτική, νομική και αξιακή βάση της μετα-ψυχροπολεμικής διεθνούς τάξης υπονομεύεται, ο κόσμος μοιάζει να ξαναμοιράζεται σε διευρυμένες σφαίρες επιρροής και η Ευρώπη προσπαθεί να συμβιβαστεί με το τέλος των «χρόνων της αθωότητας», αναπτύσσοντας μια αυτεξούσια και ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ πορεία. Ο Σμιτ ήταν φανατικός οπαδός της ρεαλιστικής θεωρίας στις διεθνείς σχέσεις, υπογραμμίζοντας σταθερά την ανταγωνιστική, και συχνά συγκρουσιακή, διάσταση της διεθνούς πολιτικής. Πάγια θέση του ήταν ότι η ανάπτυξη μιας ρωμαλέας πολιτικής κοινότητας, μιας κοινότητας βασισμένης σε κοινές ιδέες και αξίες που ενστερνίζονται οι πολίτες της, προϋπέθετε ότι το συλλογικό υποκείμενο που την υποβαστάζει θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εχθρό και, φυσικά, να προστατευθεί από αυτόν, εφόσον απειληθεί. Ένας λαός που δεν αναγνωρίζει τη θεμελιώδη αυτή προϋπόθεση της αυτονομίας, έλεγε συχνά, δεν σημαίνει ότι την έχει υπερβεί, αλλά ότι αργά ή γρήγορα θα εξαφανιστεί…
Πίσω από τη συζήτηση που άνοιξε προσφάτως στην Ευρώπη για το θέμα της άμυνας μετά τη διαφαινόμενη αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τον διατλαντικό άξονα, συμπεριλαμβανομένου του περίφημου σχεδίου των 800 δισ. για τον επανεξοπλισμό της Ένωσης, κρύβεται εν πολλοίς ένα παρόμοιο επιχείρημα. Όπως επίσης και πίσω από τις επίμονες διακηρύξεις του Γάλλου προέδρου για πιθανή αντικατάσταση της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας στην Ευρώπη από την αντίστοιχη γαλλική. Ορισμένες επισημάνσεις είναι βεβαίως εδώ αναγκαίες. Πρώτον, η συζήτηση για τα πυρηνικά δείχνει σήμερα να έχει «κανονικοποιηθεί» με τόσο δραστικό τρόπο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ώστε με δυσκολία πλέον μπορεί κανείς να ανακαλέσει στη μνήμη του ότι λίγα μόλις χρόνια πριν η ίδια συζήτηση επικεντρωνόταν στον πυρηνικό αφοπλισμό − ας θυμηθούμε την περίφημη ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα στην Πράγα το 2009 (κατά τραγική ειρωνεία, ο μόνος που μιλά σήμερα για τέλος των πυρηνικών είναι ο Τραμπ!). Δεύτερον, όπως όλα δείχνουν, ο στόχος ενίσχυσης της άμυνας μονοπωλεί −και θα μονοπωλεί− την ευρωπαϊκή ατζέντα, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ζητήματα εξίσου σημαντικά για την ευημερία και την επιβίωση της Ένωσης στο νέο και απαιτητικό διεθνές περιβάλλον, όπως η ανάπτυξη ευρωπαϊκών τεχνολογιών αιχμής ή η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Τέλος, ακόμα κι αν παραμείνουμε στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής προσέγγισης, ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη μια σειρά αξιακών ζητημάτων που αφορούν τα όπλα μαζικής καταστροφής και τη ματαιότητα μιας νέας κούρσας εξοπλισμών και αμοιβαίων απειλών, πράγμα διόλου εύκολο, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε στα σοβαρά μήπως η Ευρώπη αναζητεί και πάλι λύσεις σε πρωτοφανή προβλήματα με τα ίδια εργαλεία, τους ίδιους περιορισμούς και την ίδια κοντόφθαλμη αντίληψη των πραγμάτων. Είναι η αυτονομία ένα αμιγώς στρατιωτικό θέμα; Συνεπάγεται η ενίσχυση της άμυνας (και της πυρηνικής) αυτόχρημα ένα βήμα προς τη διαφύλαξη του ευρωπαϊκού δημοκρατικού κεκτημένου; Είναι ο βασικός εχθρός της Ευρώπης εκτός των τειχών; Ή μήπως η απουσία πολιτικής ενοποίησης θα οδηγήσει σε νέα αδιέξοδα, αντίστοιχα με εκείνα που προέκυψαν στο πλαίσιο άλλων κρίσεων στο παρελθόν; Ή μήπως η διοχέτευση του συνόλου των ευρωπαϊκών οικονομικών εργαλείων στην άμυνα και τους εξοπλισμούς θα καταλήξει σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, περαιτέρω υποβάθμιση των δαπανών πρόνοιας και ενίσχυση της δυσπιστίας προς τις πολιτικές ηγεσίες, στρώνοντας και πάλι το χαλί στην Ακροδεξιά; Στ’ αλήθεια, για ποιο λόγο θα θέλαμε πυρηνικά απέναντι στους αυταρχικούς εξωτερικούς εχθρούς, εάν στα ύψιστα αξιώματα των ευρωπαϊκών κρατών βρίσκονταν ήδη η Λεπέν (ή ο Μπαρντελά), η Βάιντελ, η Μελόνι και ο Ορμπάν;