Ο ΠΑΠΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΔΥΝΑΜΟΥΣ
- 22.04.25 10:49

«Θέλω μια φτωχή Εκκλησία για τους φτωχούς, αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε μια πληγωμένη Εκκλησία που βγαίνει στους δρόμους και σε μια άρρωστη, αποσυρμένη Εκκλησία, θα διάλεγα την πρώτη».
Ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο δεν ήταν καν στα φαβορί των πιθανών διαδόχων του Βενέδικτου ΙΣΤ’. Όταν ακούστηκε για πρώτη φορά το όνομά του, στις 13 Μαρτίου του 2013, κάποιοι χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσουν ποιος ήταν ο επόμενος Πάπας. Αναλαμβάνοντας καθήκοντα «ξαναβαφτίσηκε», διαλέγοντας το όνομα του ταπεινού Φραγκίσκου της Ασίζης. Ήταν κι αυτό ένα μήνυμα για όσα θα ακολουθούσαν.
Παρόλο που πολλοί πίστευαν πως οι καρδινάλιοι θα επέλεγαν έναν νεότερο ηγέτη, αλλά ο Μπεργκόλιο ανέλαβε σε ηλικία άνω των 75 ετών. Προτάθηκε ως «συμβιβαστική λύση», με αυστηρές απόψεις σε θέματα ηθικής αλλά και έντονη κοινωνική ευαισθησία, ελκύοντας τόσο συντηρητικούς όσο και προοδευτικούς καθολικούς.
Γιος Ιταλών μεταναστών, προτού στραφεί στη θρησκεία, ο Αργεντίνος που έμελε να γίνει ο πρώτος Πάπας από τη Λατινική Αμερική επιχείρησε να εργαστεί ως χημικός τεχνικός. Μετά τις σπουδές του στη σχολή στο Βίλα Ντεβότο όμως, εντάχθηκε στο τάγμα των Ιησουιτών το 1958. Έλαβε πτυχίο στη φιλοσοφία και στη συνέχεια δίδαξε λογοτεχνία και ψυχολογία στο Κολέγιο της Ιμακουλάδα (Αμώμου Συλλήψεως) στη Σάντα Φε και στο Κολέγιο του Σαλβαδόρ στο Μπουένος Άιρες. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 13 Δεκεμβρίου του 1969 από τον αρχιεπίσκοπο Χοσέ Ραμόν Καστελλάνο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική και Θεολογική Σχολή του Σαν Μιγκέλ, υπηρέτησε ως διδάσκαλος των δοκίμων και δίδαξε ως θεολόγος.
Έμελε να γίνει ο πρώτος Ιησουίτης που κάθισε στον θρόνο του Αγίου Πέτρου. Η προηγούμενη φορά που ο επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν ήταν Ευρωπαίος, ήταν τον 8ο αιώνα, με τον Σύριο Γρηγόριο Γ΄. Ηθικό πρόσταγμα της παποσύνης του έγινε η στήριξη των αδυνάμων. Η δημόσια εικόνα του παρέμεινε έως το τέλος λιτή, ακόμα και όταν, το 2025, ύστερα από εβδομάδες νοσηλείας με διπλή πνευμονία, χαιρέτισε το πλήθος για τελευταία φορά από το ίδιο μπαλκόνι.
Ο ίδιος άλλωστε ήταν επίσης ταπεινής καταγωγής: πρωτότοκος γιος, με τέσσερα ακόμα αδέλφια, γρήγορα ανακάλυψες πως γονείς του είχαν εγκαταλείψει την Ιταλία λόγω του φασισμού. Έφηβος, αγαπούσε το ταγκό και υποστήριζε την τοπική ομάδα Σαν Λορέντζο. Μια σοβαρή ασθένεια του στοίχισε μέρος του ενός πνεύμονα, αφήνοντάς τον ευάλωτο σε λοιμώξεις για όλη του τη ζωή. Πριν φορέσει το ράσο είχε ακόμα δουλέψει ως πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο και καθαριστής, συνεργάστηκε με την ακτιβίστρια Έστερ Μπαγιεστρίνο, η οποία αγωνίστηκε ενάντια στη στρατιωτική χούντα πριν εξαφανιστεί.
Τα χρόνια του τρόμου
Η σκοτεινή περίοδος της «Βρόμικης Πολιτείας» στην Αργεντινή (1976–1983) τον βρήκε σε ηγετική θέση στην Εκκλησία. Κατηγορήθηκε ότι δεν έκανε αρκετά για να αντισταθεί στη δικτατορία και φερόταν να γνώριζε την απαγωγή δύο ιερέων που βασανίστηκαν. Ο ίδιος αρνήθηκε οποιαδήποτε συνέργεια, λέγοντας πως έδρασε διακριτικά για να τους σώσει και ότι μιλούσε όταν μπορούσε, μέσα σε ένα κλίμα τρόμου που δεν άφηνε περιθώρια για δημόσιες δηλώσεις.
Η κριτική εναντίον του προήλθε και από την ίδια του τη μοναχική κοινότητα, όπου θεώρησε πως δεν υποστήριζε την «θεολογία της απελευθέρωσης», το κίνημα που συνδύαζε τον Χριστιανισμό με τη μαρξιστική ανάλυση της κοινωνικής ανισότητας.
Το 1992 έγινε βοηθός επίσκοπος και το 1998 αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες. Το 2001, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ τον έκανε καρδινάλιο. Στα χρόνια αυτά κέρδισε φήμη για την απλότητά του: πετούσε με οικονομική θέση, φορούσε ταπεινή ιερατική φορεσιά και ζούσε λιτά. Στον λόγο του, κυρίαρχο θέμα ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη. «Ζούμε στο πιο άνισο μέρος του κόσμου», είχε πει, «που αναπτύσσεται χωρίς να μειώνει τη φτώχεια».
Αναμορφωτής
Ως Πάπας, επιδίωξε να συμφιλιώσει τον Καθολικισμό με την Ορθοδοξία. Για πρώτη φορά από το Σχίσμα του 1054, Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης παρέστη στην ενθρόνιση Πάπα. Ενίσχυσε τους διαλόγους με Αγγλικανούς, Λουθηρανούς και Μεθοδιστές και κάλεσε τον Σιμόν Πέρες και τον Μαχμούντ Αμπάς να προσευχηθούν μαζί για την ειρήνη. Ήταν από τους λίγους που μπορούσαν να μεσολαβήσουν στη συμφιλίωση ΗΠΑ–Κούβας, όντας Ισπανόφωνος Λατινοαμερικάνος με βαθιά γνώση της περιοχής. Η συνάντησή του με τον Φιντέλ Κάστρο το 2015 είχε συμβολικό βάρος.
Παρά την εικόνα του ως μεταρρυθμιστής, παρέμεινε συντηρητικός σε βασικά ζητήματα καθολικής πίστης: κατά της ευθανασίας, της θανατικής ποινής, των αμβλώσεων και της χειροτονίας γυναικών. Μιλούσε για σεβασμό προς τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα αλλά επέμενε ότι ο γάμος είναι μόνο μεταξύ άνδρα και γυναίκας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση στην παποσύνη του ήρθε από την υπόθεση σεξουαλικών κακοποιήσεων. Το 2018, ο πρώην πρέσβης του Βατικανού στις ΗΠΑ, Αρχιεπίσκοπος Βιγκανό, κατηγόρησε τον Πάπα ότι κάλυψε τον καρδινάλιο ΜακΚάρικ, γνωστό για κακοποιητικές συμπεριφορές. Η υπόθεση συγκλόνισε την Εκκλησία. Ο ΜακΚάρικ καθαιρέθηκε το 2019.
Κατά την πανδημία του COVID-19, ο Φραγκίσκος έδωσε παράδειγμα ηθικής ηγεσίας, ακυρώνοντας δημόσιες εμφανίσεις και καλώντας όλους να εμβολιαστούν. Το 2022, έγινε ο πρώτος Πάπας εδώ και αιώνα που κήδεψε προκάτοχό του – τον Βενέδικτο ΙΣΤ΄. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας του, συνέχισε το έργο του για την ειρήνη και τον διαθρησκειακό διάλογο, ταξιδεύοντας ακόμα και στο Σουδάν και την Ουκρανία.
Διόρισε περισσότερους από 140 καρδιναλίους εκτός Ευρώπης, διεθνοποιώντας τη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Αρνήθηκε να ζήσει στο Αποστολικό Ανάκτορο, επιλέγοντας το πιο απλό οίκημα δίπλα.
Φεύγοντας, αφήνεί πίσω του ανεξίτηλο αποτύπωμα.
«Καθώς αισθάνομαι το λυκόφως της επίγειας ζωής μου να πλησιάζει, και με σταθερή ελπίδα στην αιώνια ζωή, θέλω να εκφράσω τις τελευταίες μου επιθυμίες αποκλειστικά ως προς τον τόπο ταφής μου. Σε όλη μου τη ζωή και κατά τη διάρκεια της διακονίας μου ως ιερέας και επίσκοπος, πάντα εμπιστευόμουν τον εαυτό μου στη Μητέρα του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο Μαρία. Για τον λόγο αυτό, ζητώ τα θνητά μου λείψανα να αναπαυθούν – αναμένοντας την ημέρα της Ανάστασης – στη Βασιλική της Santa Maria Maggiore» έγραψε στην τελευταία διαθήκη του, με ημερομηνία 29 Ιουνία 2022.
«Είθε ο Κύριος να ανταμείψει αντάξια όλους όσοι με αγάπησαν και συνεχίζουν να προσεύχονται για μένα. Την οδύνη που χαρακτήρισε το τελευταίο μέρος της ζωής μου την προσφέρω στον Κύριο, για την ειρήνη στον κόσμο και την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών.»
Όπως έγραψε στην ανάλυσή του ο Economist, “o θάνατος του έρχεται εν μέσω μιας ταραγμένης περιόδου στις διεθνείς υποθέσεις, στην οποία ο εκλιπών Ποντίφικας αναμενόταν να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Η αποχώρησή του αφαιρεί από τη διεθνή σκηνή έναν ηγέτη με τεράστια ήπια ισχύ που τηρούσε εμφανώς αμφίσημη στάση απέναντι στη νέα κυβέρνηση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Αν και δεν ακολουθούν όλοι οι 1,4 δισεκατομμύρια καθολικοί του κόσμου τις κατευθύνσεις του πνευματικού τους ηγέτη σε κοσμικά ζητήματα, ακόμη και εκείνοι που διαφωνούν έντονα με τις απόψεις ενός πάπα δεν μπορούν να τις αγνοήσουν».
Ο Φραγκίσκος δύσκολα θα μπορούσε να είχε δώσει πιο σαφές μήνυμα αποδοκιμασίας για τα σχέδια του προέδρου περί μαζικών απελάσεων των παράτυπων μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 19 Ιανουαρίου είχε κάνει λόγο για «καταστροφή». «Ούτως ή άλλως, ο πάπας δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος θαυμαστής των ΗΠΑ ή του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Ως Λατινοαμερικανός – Αργεντινός – είχε δει από πρώτο χέρι ορισμένες από τις λιγότερο τιμητικές πτυχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής», σημειώνει ο Economist.
«Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε προκάτοχό του, υπογράμμισε πως η καθολική κοινωνική διδασκαλία καταδικάζει όχι μόνο τον μαρξισμό, αλλά και τον ανεξέλεγκτο οικονομικό φιλελευθερισμό. Οι απόψεις του έγιναν σαφείς μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο από την εκλογή του, με τη δημοσίευση του βιβλίου του «Η Χαρά του Ευαγγελίου», στο οποίο κατακεραύνωνε «μια οικονομία του αποκλεισμού και της ανισότητας», προσθέτοντας: «Μια τέτοια οικονομία σκοτώνει». Οι θέσεις του για την κλιματική αλλαγή συγκρούονταν με εκείνες του Τραμπ και του κινήματός του. «Πρέπει να δεσμευτούμε… στην προστασία της φύσης, αλλάζοντας τις προσωπικές και συλλογικές μας συνήθειες», δήλωνε πέρσι. Η αντίδραση των συντηρητικών Αμερικανών στις αυστηρές επισημάνσεις και παραινέσεις του κυμαινόταν από την απογοήτευση έως την οργή.
Τα όποια σημεία συμφωνίας του Πάπα με τον Τραμπ για τον τερματισμό των συγκρούσεων σε Γάζα και Ουκρανία καθώς και τις αμβλώσεις, δεν έμοιαζαν αρκετά να αποτρέψουν μια σύγκρουση αξιών και βούλησης. Αντίθετα, στις 20 Δεκεμβρίου ο Τραμπ διόρισε ως απεσταλμένο του στο Βατικανό τον Μπράιαν Μπερτς, σφοδρό επικριτή του Φραγκίσκου. Ο πάπας φάνηκε να απαντά με τον διορισμό του καρδινάλιου Ρόμπερτ ΜακΈλροϊ, ένθερμου υπερασπιστή των μεταναστών, ως αρχιεπισκόπου της Ουάσιγκτον. Ολα προοικονομούσαν σκηνικό σύγκρουσης. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί πλέον – εκτός, φυσικά, αν οι καρδινάλιοι που είναι επιφορτισμένοι με την εκλογή του διαδόχου του Φραγκίσκου επιλέξουν κάποιον με παρόμοιο προφίλ».