ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΗ ΣΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
- 01.04.25 13:42

Φωτ. RDNE / Pexels
Ο φετινός πανελλήνιος διαγωνισμός STEM με φόντο μια ημερίδα για τις κοινωνικές επιστήμες και... το αντίστροφο.
Μετά από 10 χρόνια Πανελλήνιων διαγωνισμών STEM και Εκπαιδευτικής Ρομποτικής στην Αθήνα, η διοργάνωση αυτή φέτος «μετανάστευσε» στην Λάρισα. Με θέμα «Πώς μπορούμε να επιβιώσουμε στον πλανήτη Άρη», περισσότεροι από 1000 μαθητές και μαθήτριες απ’ όλη την Ελλάδα βρέθηκαν στο Κλειστό Γυμναστήριο Μπάσκετ Νεάπολης, να προτείνουν ιδέες και να παρουσιάσουν πρότυπες κατασκευές. Για τον Πρόεδρο του STEM Education Γιάννη Σομαλακίδη, συνδιοργανωτή της φετινής εκδήλωσης και ακούραστο υποστηρικτή της ρομποτικής ως αιχμής των εφαρμογών θετικών επιστημών (STEM = science, technology,engineering, mathematics) «πέντε χρόνια πριν την επίσημη αποστολή των πρώτων ανθρώπων στον Άρη» – πρόδηλη η επιρροή των σχεδιασμών Μασκ, και εδώ… – θα μπορούσε «ακόμη και η NASA να εμπνευσθεί από τις ιδέες και κατασκευές του Πανελλήνιου Διαγωνισμού».
Μπορεί η διατύπωση να θεωρηθεί υπεραισιόδοξη, πλην όμως η άνθηση των διοργανώσεων STEM στην Ελλάδα, που απογειώθηκαν μέσα στα χρόνια της κρίσης κάπως σαν αντίδραση στον ζόφο μιας εποχής χαμένων οριζόντων, με εκατοντάδες ομάδων μαθητών κυριολεκτικά απ’ όλη την Ελλάδα – χαρακτηριστική ακριβώς η φιλοξενία του Πανελλήνιου Διαγωνισμού στην Λάρισα – αλλά και με πύκνωση άλλων πρωτοβουλιών καλλιέργειας του τεχνολογικού στις νεότερες ηλικίες ανήκει στα πιο θετικά. (Σταθερός υποστηρικτής των after-school activities προς την κατεύθυνση ακριβώς των εφαρμοσμένων θετικών επιστημών, αλλά και δεδηλωμένος «εχθρός» της παραδοσιακής σχολικής παπαγαλίας, ο Γ. Σομαλακίδης κατά κάποιον τρόπο συνέβαλε στον «εκδημοκρατισμό» πρακτικών που είχαν νωρίτερα προχωρήσει ήδη στα «καλά ιδιωτικά».
Το γεγονός ότι Ελληνικές ομάδες ρομποτικής πέτυχαν πρώτες θέσεις στην παγκόσμια Ολυμπιάδα Ρομποτικής, συν ότι ανοίχτηκε σε πάνω από 300.000 συμμετέχοντες οι σχετικές πρωτοβουλίες (με στήριξη/χορηγία Cosmote) ήδη από τα χρόνια της κρίσης, έχει το δικό του βάρος. «Ένα έθνος με βαθιές γνώσεις όχι μόνο διαβάζει, αλλά υπολογίζει, εξετάζει και καινοτομεί».
* * *
Στο άλλο άκρο του φάσματος – θα έλεγε κανείς – μια διημερίδα που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων και στο Κεντρικό Κτίριο του ΕΚΠΑ, με διοργανωτές το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και το ΚΕΜΕ/ Κέντρο Μελετών και Ερευνών του Παν/μιου Κρήτης, προσέγγισε (με ερωτηματικό) την θεματική «Μας αφορούν οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες;». Εδώ, η έμφαση ήταν περισσότερο στην προϊούσα απαξίωση των επιστημονικών αυτών πεδίων: θα μπορούσε κανείς, αυτό, να το θεωρήσει κοινότοπο, όταν είναι γνωστή η υποχώρηση της χρηματοδότησης αυτών των πεδίων – ακόμη και όσον αφορά την έρευνα – ή/και την περιορισμένη κατοχύρωση των νέων επιστημόνων του κλάδου. Πλην όμως η προσέγγιση της διημερίδας πήγε τον προβληματισμό πλησιέστερα στον πυρήνα: «η απαξίωση [αυτή] σχετίζεται με την σημασία που αποδίδεται σήμερα στις δεξιότητες και την καινοτομία έναντι της κριτικής σκέψης» Βαρύ, αν το σκεφθεί κανείς!
Στην καθοδηγητική του ομιλία («Τιμωρητική πολιτική για μια ανυπότακτη επιστημονική κοινότητα») ο Κώστας Γαβρόγλου Ομ. Καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών, αφού παρατηρεί ότι «μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου η δημοκρατία άρχισε να γίνεται σύμφυτη με την λειτουργία των Πανεπιστημίων», προχωρεί σε μια σημαντική αξιολογική τοποθέτηση: «σ’ αυτήν την δημοκρατία, την χρονοβόρα και μη-αποτελεσματική, οφείλεται η σταδιακή δημιουργία χώρων που ανέδειξαν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της ακαδημαϊκής ζωής […] την συγκρουσιακή συνύπαρξη των μελών της». Αυτήν ακριβώς την δημιουργία παρόμοιων χώρων έρχεται να θέσει υπό έλεγχο – κάτω από την ψηφιακή συνθήκη της εποχής – εκείνο που, ακόμη κι αν δεν αναγνώσει κανείς ως τιμωρητική την στάση των κρατούντων, δεν παύει να χρειάζεται να αναγνωρίσει: ότι «η παραδοχή πως η μελέτη και η νέα γνώση είναι αυταξία». Μη-συνδεδεμένη δηλαδή, με την αποτελεσματικότητα…
Η διημερίδα ανέδειξε σειρά σημαντικών πτυχών της πολιυικής πρακτικής που περιστέλλουν τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες: από την περιστολή της χρηματοδότησης και τις μεθόδους αξιολόγησης ή/και τις διοδεύσεις διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων, την κυριαρχία της ποσοτικοποίησης και την επισφάλεια των ερευνητών που χρειάζονται να ενταχθούν σε προγράμματα προκειμένου να συνεχίσουν την έρευνά τους, και μέχρι τον ίδιο τον μετασχηματισμό των ερευνητικών πεδίων από την κυριαρχία της ψηφιακής συνθήκης.
* * *
Διερωτάται κανείς, με κίνδυνο να θεωρηθεί απλοϊκός, πώς θα μπορούσε να συνυπάρξει το «όχι μόνο διαβάζει, αλλά υπολογίζει, εξετάζει και καινοτομεί» με την «συγκρουσιακή συνύπαρξη των μελών της ακαδημαϊκής ζωής».