Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΣΕΛΘΕΙ Η ΚΙΝΑ ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ;

Έχει πράγματι εισέλθει η Κίνα σε τροχιά παρατεταμένης παρακμής;
Φωτ. Education Images/Universal Images Group via Getty Images
Στην Ουάσινγκτον κυριαρχεί εδώ και καιρό η πεποίθηση ότι η Κίνα έχει εισέλθει σε τροχιά παρακμής, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η κατάρρευσή της. Η πραγματικότητα, ωστόσο, φαίνεται ότι διαψεύδει αυτές τις προβλέψεις, όπως διέψευσε άλλωστε και τις προηγούμενες.

Στην Ουάσινγκτον κυριαρχεί εδώ και καιρό η πεποίθηση ότι η Κίνα έχει εισέλθει σε τροχιά παρακμής, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η κατάρρευσή της. Πρόκειται για μία αντίληψη που εγγράφεται σε μια μακρά παράδοση προβλέψεων για την επικείμενη παρακμή της Κίνας. Η πραγματικότητα, ωστόσο, φαίνεται ότι διαψεύδει αυτές τις προβλέψεις, όπως διέψευσε άλλωστε και τις προηγούμενες. Το 2020 η Κίνα είχε ήδη αναδειχθεί σε παγκόσμια πρωτοπόρο στην ηλεκτροκίνηση και σε μια σειρά άλλες κρίσιμες βιομηχανίες, ξεπερνώντας τους ανταγωνιστές της σε Ευρώπη και ΗΠΑ . Τώρα, όπως φαίνεται με το Deepseek, η Κίνα  ανταγωνίζεται ευθέως τις ΗΠΑ στο στρατηγικό πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. 

Το μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης Deepseek συνιστά ίσως ένα «Σπούτνικ-σοκ» για την αμερικανική στρατηγική κοινότητα. Αιτία αυτού του σοκ είναι η διάψευση της επικρατούσας πεποίθησης ότι το εμπάργκο μικροεπεξεργαστών που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Κίνα θα ήταν αρκετό για να παρεμποδίσει την εξέλιξη της κινεζικής τεχνητής νοημοσύνης. Το σοκ επιτείνεται από το γεγονός ότι σε στρατηγικούς κύκλους της Ουάσινγκτον κυριαρχεί εδώ και καιρό η πεποίθηση ότι η Κίνα έχει εισέλθει σε τροχιά παρακμής, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται η κατάρρευσή της. Πρόκειται για μία αντίληψη που εγγράφεται σε μια μακρά παράδοση προβλέψεων για την επικείμενη παρακμή της Κίνας.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΗΔΗ ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑ ΡΥΘΜΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΠΛΑΣΙΟΥΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΕΧΗ ΧΡΟΝΙΑ. ΤΟ ΟΤΙ ΤΟΣΟ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΜΠΑΙΝΤΕΝ ΟΣΟ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΡΑΜΠ ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ, ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΗΝ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΡΕΧΕΙ ΤΗΝ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ. ΑΝ Η ΚΙΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΑΡΑΚΜΗΣ, ΓΙΑΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΟΙ ΗΠΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΤΟΣΟ ΕΝΤΟΝΑ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΧΕΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΙ;

Το 2001, ο Γκόρντον Τσανγκ προφήτευσε, στο πολυδιαφημισμένο πλέον βιβλίο του, την «επικείμενη κατάρρευση της Κίνας», οριοθετώντας μάλιστα την ημερομηνία στο έτος 2011. Όμως, το 2011, ενώ η Κίνα συνέχιζε τη ραγδαία ανάπτυξή της, ο Τσανγκ απτόητος ισχυρίστηκε ότι απλώς είχε πέσει έξω κατά ένα μόλις χρόνο. Όχι μόνο η Κίνα δεν κατέρρευσε το 2012, αλλά το 2014 ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες με κριτήριο το ΑΕΠ βάσει αγοραστικής ισχύος (Purchasing Power Parity – PPP). Άλλοι δε, εγνωσμένου κύρους ειδικοί, όπως ο Μπιλ Κίρμπι του Χάρβαρντ, διαβεβαίωναν το 2014 ότι η Κίνα στερείται εγγενούς ικανότητας καινοτομίας και έτσι θα οδηγηθεί νομοτελειακά σε στασιμότητα. Παρά τις προβλέψεις αυτές, το 2020 η Κίνα είχε ήδη αναδειχθεί σε παγκόσμια πρωτοπόρο στην ηλεκτροκίνηση και σε μια σειρά άλλες κρίσιμες βιομηχανίες, ξεπερνώντας τους ανταγωνιστές της σε Ευρώπη και ΗΠΑ . Τώρα, όπως φαίνεται με το Deepseek, η Κίνα  ανταγωνίζεται ευθέως τις ΗΠΑ στο στρατηγικό πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. Η πραγματικότητα φαίνεται ότι διέψευσε τις προφητείες της κάθε επίδοξης Κασσάνδρας. 

Ο παράγοντας «δημογραφικό»

Ένα κεντρικό επιχείρημα των υποστηρικτών της θεωρίας περί «επικείμενης κινεζικής παρακμής» είναι ότι «η δημογραφία είναι πεπρωμένο». Ισχυρίζονται, λοιπόν, πως η Κίνα θα γεράσει προτού γίνει πλούσια και πως αυτή η αναπόφευκτη γήρανση θα οδηγήσει σε εθνική παρακμή. Συνεπώς, η Κίνα διαθέτει ένα «στενό παράθυρο ευκαιρίας» για να προβεί σε μια επιθετική ενέργεια εναντίον της Ταϊβάν, επιδιώκοντας τη δημιουργία τετελεσμένων προτού ανατραπεί ο συσχετισμός ισχύος εις βάρος της. Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι η κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν ενδέχεται να γίνει το 2027!

Ασφαλώς, το μέλλον δεν έχει γραφεί ακόμη και είναι απρόβλεπτο. Πολιτικές και τεχνολογικές εκπλήξεις μπορούν να ανατρέψουν κάθε εκτίμηση. Δεν αποκλείεται οι Κινέζοι ηγέτες να διαπράξουν ένα καταστροφικό σφάλμα, και να οδηγήσουν τη χώρα τους στην καταστροφή ή ακόμα και να επιτεθούν κατά της Ταϊβάν προκαλώντας ενδεχομένως τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Αν αυτό συμβεί, τότε οι προφήτες της κινεζικής παρακμής θα δικαιωθούν για λάθος όμως λόγους: η Κίνα δεν θα δράσει, από φόβο για μια υποτιθέμενη επικείμενη παρακμή, αλλά λόγω ύβρεως, υπεροψίας και υποτίμησης του αντιπάλου με βάση θεωρίες περί επικράτησης του «ανατολικού ανέμου επί του δυτικού». Το σενάριο αυτό, όμως, δεν είναι πιθανό, καθώς η κινεζική ηγεσία εξακολουθεί να θέτει ως προτεραιότητα την οικονομική ανάπτυξη. Η διεθνής σταθερότητα είναι για το Πεκίνο προϋπόθεση για να πετύχει την οικονομική ανάπτυξη που τόσο επιδιώκει.

Η θεωρία ότι η Κίνα βρίσκεται σε τροχιά παρακμής λόγω του δημογραφικού της προβλήματος είναι απλοϊκή και μονοδιάστατη. Η δημογραφία αποτελεί αναμφίβολα σημαντική μεταβλητή ισχύος, όμως όχι τη σημαντικότερη. Πολύ κρισιμότεροι είναι οι παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης, της βιομηχανικής ισχύος και κυρίως της τεχνολογικής καινοτομίας − αυτοί συνθέτουν τη βαθύτερη στρατηγική δυναμική μιας χώρας. Παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα ήδη προβλέπουν για την Κίνα ρυθμούς ανάπτυξης διπλάσιους από αυτούς των ΗΠΑ για τα προσεχή χρόνια. Το ότι τόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και η νέα κυβέρνηση Τραμπ στοχεύουν στην επιβράδυνση της κινεζικής τεχνολογικής καινοτομίας, συνιστά την ισχυρότερη ομολογία της ανησυχίας που διατρέχει την Ουάσινγκτον. Αν η Κίνα βρίσκεται πραγματικά σε τροχιά παρακμής, γιατί λοιπόν οι ΗΠΑ προσπαθούν τόσο έντονα να την ανασχέσουν και να επιβραδύνουν την ικανότητά της να καινοτομεί;

Η αναβάθμιση της κινεζικής βιομηχανικής παραγωγής

Σε απόλυτους όρους για το 2025, η Κίνα προβλέπεται να προσθέσει στο ΑΕΠ της μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι συνολικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία. Πέρα όμως από τους αριθμητικούς δείκτες, αυτό που μετράει είναι η ποιοτική αναβάθμιση της κινεζικής βιομηχανικής παραγωγής. Δεν πρόκειται πλέον για μία οικονομία που εξαντλείται στο φθηνό εργατικό δυναμικό· η Κίνα ανεβαίνει ραγδαία τα επίπεδα της παραγωγικής αλυσίδας, μεταβαίνοντας σε ένα καθεστώς όπου η τεχνολογική καινοτομία υποκαθιστά το μοντέλο φθηνής εργασίας. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η μετάβαση αυτή δεν βασίζεται μόνο στις κρατικές επιχειρήσεις, αλλά ωθείται και από ακμάζουσες ιδιωτικές εταιρείες, ειδικότερα τις πέντε εμβληματικές: την BYD, την DJI, την DeepSeek, τη Xiaomi, και την ByteDance. Σε επίπεδο οικονομικής αναδιάρθρωσης, η Κίνα πέτυχε κάτι που πριν από λίγα χρόνια έμοιαζε ακατόρθωτο: την πολιτικά επίπονη εκτροπή κεφαλαίων από τον υπερθερμασμένο τομέα ακινήτων προς τη βιομηχανία.

Ταυτόχρονα, η Κίνα αντιμετωπίζει εξωτερική πίεση από τον κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο που έχουν ξεκινήσει οι ΗΠΑ. Παρά το ότι οι εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ αποτελούν μικρότερο ποσοστό του κινεζικού ΑΕΠ απ’ ό,τι το 2018, οι συνέπειες αυτού του εμπορικού πολέμου δεν είναι αμελητέες. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου, που απορροφούν πλέον περισσότερες κινεζικές εξαγωγές από ΗΠΑ και ΕΕ μαζί, θα συνεχίσουν ν’ απορροφούν τη βιομηχανική παραγωγή της Κίνας. 

Μέσα σε αυτό το δυσχερές εξωτερικό περιβάλλον, η αύξηση του στόχου δημοσιονομικού ελλείμματος από 3% (το 2024) σε 4% (το 2025) είναι κίνηση στρατηγικής προσαρμογής. Η δημοσιονομική επέκταση προβάλλει πλέον ως αναγκαιότητα, και η νομισματική επέκταση −με πληθωρισμό κάτω του 2%− παραμένει ανοιχτό ενδεχόμενο. Η Κίνα διαθέτει ακόμη το περιθώριο να κινηθεί δημοσιονομικά και νομισματικά με τρόπους που άλλες οικονομίες δεν διαθέτουν.

Σε κάθε περίπτωση, τα οικονομικά αποτελέσματα του 2024 (ανάπτυξη της τάξεως του 5%) αποδεικνύουν ότι η Κίνα παραμένει η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και αυτοί που αμφισβητούν τα επίσημα στοιχεία, παραδέχονται ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας είναι μεγαλύτεροι από αυτούς των ΗΠΑ και της ΕΕ. Οι προβλέψεις συνεπώς περί κατάρρευσης ή κορεσμού −οι λεγόμενες θεωρίες του «Peak China»− αντικατοπτρίζουν περισσότερο ιδεολογικές εμμονές παρά εμπειρική ανάλυση. 

Το κεντρικό ερώτημα για τα επόμενα έτη δεν είναι αν η Κίνα θα επιβιώσει ή όχι· είναι το εάν και το πώς η κινεζική ηγεσία θα συνεχίσει την πορεία φιλελευθεροποίησης και μεταρρύθμισης (στα πρότυπα της οικονομικής πολιτικής που ξεκίνησε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ στη μετά- τον-Μάο εποχή) μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ.

Ο Ψυχρός Πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας 

Στο κλασικό βιβλίο Η τέχνη του πολέμου του Σουν Τσου αναφέρεται ότι για τη σωστή χάραξη υψηλής στρατηγικής κάποιος οφείλει να γνωρίζει τόσο τον εαυτό του όσο και τον αντίπαλο. Η θεωρία περί «επικείμενης παρακμής» της Κίνας οδηγεί τις ΗΠΑ στο να διαμορφώνουν μια βαθιά λανθασμένη εικόνα για τον στρατηγικό ανταγωνιστή τους. Μια τέτοια διαστρεβλωμένη εικόνα της Κίνας και υποτίμησης των δυνατοτήτων της από την αμερικανική στρατηγική κοινότητα είναι πιθανό να οδηγήσει σε λανθασμένες στρατηγικές επιλογές, οξύνοντας τα διλήμματα ασφαλείας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.

Αυτή η λανθασμένη αντίληψη του στρατηγικού ανταγωνιστή κάνει τον σημερινό Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ Κίνας ακόμα πιο επικίνδυνο από τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης (1947-1991). Οι δε ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις προσθέτουν ακόμα ένα επίπεδο επικινδυνότητας. Ο άξονας Πεκίνου-Μόσχας-Τεχεράνης έχει ενοποιήσει την Ευρασία σε μια αντιαμερικανική συμμαχία στη λογική «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος». Η στενή σχέση Κίνας και Ρωσίας προσέφερε στο Πεκίνο όχι μόνο φθηνή ενέργεια, αλλά και εξασφάλιση των χερσαίων συνόρων δίνοντας στην Κίνα στρατηγικό βάθος. Έτσι η Κίνα έστρεψε την ενέργειά της στη θάλασσα απειλώντας τη θαλασσοκρατία των ΗΠΑ. Αυτό ίσως ερμηνεύει γιατί η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Τραμπ προσπαθεί να διασπάσει τον άξονα Πεκίνου-Μόσχας προσεγγίζοντας τη Ρωσία με αφορμή τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Κάτι αντίστοιχο έκαναν άλλωστε οι ΗΠΑ και στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο με την προσέγγιση των Νίξον/ Κίσινγκερ στον Μάο το 1972. Τότε επέτυχαν να διασπάσουν τη συμμαχία Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας, πράγμα που βοήθησε τις ΗΠΑ να βγουν νικήτριες στον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό με τη Σοβιετική Ένωση. Είναι πάντως εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι τωρινές αμερικανικές προσπάθειες διάσπασης αυτού του άξονα θα ευδοκιμήσουν.

Ενώ ο πρώτος Ψυχρός Πόλεμος είχε επικεντρωθεί στη στεριά (Ανατολική Ευρώπη), ο νέος Ψυχρός Πόλεμος εστιάζεται στη θάλασσα (Ινδικός ωκεανός, νότια και ανατολική Σινική θάλασσα, και Αρκτική). Αν η Κίνα κυριαρχήσει στη Νοτιοανατολική Ασία και τις γύρω από αυτή θάλασσες, θα δημιουργήσει μια βάση ισχύος ικανή να εκτοπίσει τις ΗΠΑ από τη σημερινή τους πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα. Αυτό θεωρείται ως υπαρξιακή απειλή για τις ΗΠΑ. 

Ο γεωστρατηγικός ανταγωνισμός στη θάλασσα προβλέπεται συνεπώς να είναι αμείλικτος, με την Κίνα να έχει ένα πλεονέκτημα που ίσως αποδειχθεί καθοριστικό στο μέλλον: είναι με μεγάλη διαφορά ο παγκόσμιος ηγέτης στην παγκόσμια ναυπηγική βιομηχανία, που αποτελεί παράγοντα ναυτικής ισχύος. Αντίθετα, οι ΗΠΑ έχουν από τη δεκαετία του 1980 παραμελήσει τον στρατηγικό αυτό τομέα της βιομηχανίας. Ένα κινεζικό ναυπηγείο, το China State Shipbuilding Corporation, το 2024 ναυπήγησε περισσότερα εμπορικά πλοία (σε χωρητικότητα) από ό,τι έχουν ναυπηγήσει όλα τα ναυπηγεία των ΗΠΑ από τον παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα. 

Σε κάθε περίπτωση, το θαλάσσιο περιβάλλον είναι πιο ρευστό, πιο εκτεταμένο και πιο επικίνδυνο από το στατικό χερσαίο περιβάλλον της Ανατολικής Ευρώπης όπου έλαβε χώρα ο στρατιωτικός ανταγωνισμός τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο.

Η αλληλεξάρτηση των οικονομιών 

Ο δεύτερος λόγος που κάνει τον σημερινό ανταγωνισμό πιο επικίνδυνο από τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό του πρώτου Ψυχρού Πολέμου είναι η αλληλεξάρτηση των οικονομιών ΗΠΑ και Κίνας. Στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο η οικονομική αλληλεξάρτηση ήταν απειροελάχιστη. Σήμερα οι δύο αυτές κολοσσιαίες οικονομίες είναι αλληλοεξαρτώμενες, με διαπλεκόμενες εφοδιαστικές αλυσίδες, πράγμα που δημιουργεί αμοιβαία τρωτότητα. Έτσι τόσο η Κίνα όσο και οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να εργαλειοποιούν το διεθνές εμπόριο και την επιρροή τους στις εφοδιαστικές αλυσίδες (weaponisation of trade and supply chains). Η διαδικασία οικονομικής απαγκίστρωσης (decoupling) είναι επώδυνη και επικίνδυνη και για τις δύο πλευρές. Έχει ήδη ξεκινήσει εμπορικός πόλεμος (βλ. αύξηση δασμών, κυρώσεις, περιορισμοί), ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ προσπαθούν να επαναπατρίσουν βιομηχανική παραγωγή (onshoring) ή τουλάχιστον να τη μεταφέρουν από την Κίνα σε γειτονικές χώρες, όπως το Μεξικό (near shoring) ή σε φιλικές χώρες, όπως η Ινδία, το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη (friend shoring).

Οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, όπου η Σοβιετική Ένωση δεν ξεπέρασε ποτέ το 42% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, έχουν σήμερα να ανταγωνιστούν έναν σχεδόν ισοδύναμο ανταγωνιστή: το ΑΕΠ της Κίνας με όρους συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι στο επίπεδο του 75-80% του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ με όρους αγοραστικής δύναμης (PPP) έχει ήδη ξεπεράσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ από το 2014 και είναι σήμερα κατά 20% υψηλότερο.

Αυτή η ιστορικά πρωτόγνωρη σχετική ισοδυναμία ανάμεσα σε δύο παγκόσμιες δυνάμεις καθιστά τον παρόντα ανταγωνισμό πιο απρόβλεπτο και επικίνδυνο. Όμως, όπως υποστηρίζουμε και στο βιβλίο μας Αποδομώντας την παγίδα του Θουκυδίδη, το εύρος και η ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού ΗΠΑ και Κίνας θα εξαρτηθεί από τις στρατηγικές αποφάσεις των ηγεσιών στην Ουάσινγκτον και στο Πεκίνο. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, η Δυτική στρατηγική κοινότητα να εγκαταλείψει τις παραμορφωτικές ιδεοληψίες περί κινεζικής παρακμής και να προχωρήσει σε μια νηφάλια και ακριβή διάγνωση των πηγών και προοπτικών της κινεζικής ισχύος. Διότι, όπως είχε τονίσει και ο Τζορτζ Κέναν, ο θεωρητικός της στρατηγικής της ανάσχεσης που ακολούθησαν οι ΗΠΑ στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, το κύριο πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής στην πυρηνική εποχή δεν είναι πώς θα παρεμποδιστεί η αναπόφευκτη αλλαγή στο διεθνές σύστημα, αλλά το πώς θα πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή χωρίς να διακυβεύεται διαρκώς η παγκόσμια ειρήνη.

*Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. Ο Βασίλης Τρίγκας είναι επισκέπτης επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Tσινγκ Χουά.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ