ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΛΕΠΕΝ
- 01.04.25 10:33

«Αυτό που θέλουν είναι ο πολιτικός μου θάνατος», είχε δηλώσει τον περασμένο Νοέμβριο η Μαρίν Λεπέν, αλλά τελικώς ήταν η ίδια που με την κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, οδήγησε τον εαυτό της σε πολιτικό λίμπο από το οποίο ενδέχεται να μην καταφέρει να βγει.
Η πρώτη στις δημοσκοπήσεις Λεπέν αποκλείστηκε από την πολιτική ζωή για πέντε χρόνια, έπειτα από απόφαση του δικαστηρίου που την έκρινε ένοχη για την υπόθεση, προκαλώντας αναταραχή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, αποκλείοντάς το φαβορί από τις προεδρικές εκλογές του 2027.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν πως η εξέλιξη αυτή αντί να αποκεφαλίσει την ακροδεξιά, ενδέχεται να την ενδυναμώσει καθώς καλλιεργείται το αφήγημα της δήθεν αδικίας στους κόλπους των υποστηρικτών του κόμματός της, του Rassemblement National (RN), το οποίο τροφοδοτεί ήδη τον μύθο περί «πολιτικής δίωξης». Πολλοί μάλιστα πλέον θεωρούν πως το RN μπορεί να απαλλαγεί από το «βαρύ» όνομα Λεπέν, το οποίο επί δεκαετίες υπήρξε «και πλεονέκτημα και βαρίδι».
Η Λεπέν καταδικάστηκε επειδή, ως ευρωβουλευτής, χρησιμοποιούσε ευρωπαϊκά κονδύλια (περίπου 3,7 εκατομμύρια ευρώ) για να πληρώνει συνεργάτες της που εργάζονταν αποκλειστικά για το κόμμα της στη Γαλλία. Για την ίδια και τους υποστηρικτές της, όμως, πρόκειται για πολιτική στοχοποίηση. Η Λεπέν κάνει λόγο για «εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης», σε μία ρητορική που όπως σπεύσει να παρατηρήσει το αμερικανικό CNN, θυμίζει τις καταγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ περί «πολιτικού κυνηγιού μαγισσών».
«Η Μαρίν Λεπέν καλείται να λάβει μια απόφαση τεράστιας σημασίας .Αφού της απαγορεύτηκε να είναι υποψήφια στις εκλογές του 2027, θα φύγει ήσυχα ή θα βάλει φωτιά και όλα; Ό,τι επιλέξει θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στην πολιτική της χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια και μετά- και όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει, θα είναι γεμάτος κινδύνους και επιπλοκές», γράφει το Politico.
Θα μπορούσε να επιλέξει να παραμερίσει και να δώσει την σκυτάλη στον εκλεκτό της, τον 29χρονο Τζόρνταν Μπαρντελά, παίρνοντας το ρίσκο η «ανάθεση του σκήπτρου» να μειώσει τις πιθανότητες νίκης για το κόμμα της. Η άλλη επιλογή της είναι να εξαπολύσει έναν επικοινωνιακό και νομικό πόλεμο, κατακεραυνώνοντας με στόχους τη γαλλική δικαιοσύνη και την παρούσα κυβέρνηση.
Γίνεται σαφές πως η δικαστική απόφαση μπορεί να επιταχύνει τη μετάβαση ηγεσίας που ήδη είχε ξεκινήσει. Ο Μπαρντελά, διάδοχος της Λεπέν από το 2022, αποκτά τώρα, έστω και προσωρινά, τον κεντρικό ρόλο στην ηγεσία της ακροδεξιάς. Με νεανική εικόνα, ρητορική αποστασιοποίηση από το παρελθόν και υψηλή δημοφιλία, εμφανίζεται ως η ήπια και μοντέρνα εκδοχή του RN. Όπως παρατηρεί ο πολιτικός αναλυτής Ντομινίκ Μουαζί, «πολλοί στο RN ίσως, κατά βάθος, ανακουφίζονται. Ο Μπαρντελά είναι νεότερος, πιο ελκυστικός στο ευρύ κοινό και δεν κουβαλά το όνομα Λεπέν».
Και όσο η Λεπέν διαμηνύει πως θα ασκήσει έφεση, ο Μπαρντελά είναι σχεδόν βέβαιο πως αναζητά την ακροδεξιά «γραμμή» της επόμενης ημέρας, ώστε να διατηρήσει τη δυναμική του κόμματός χωρίς επισκιαστεί από την πολιτική φυσιογνωμία που τον ανέδειξε ή, πιο σωστά, από την απουσία της.
Mε κεντρικά σημεία της ατζέντας της τη λογική «Πρώτα η Γαλλία», το αντι-woke κίνημα και την αντιμεταναστευτική πολιτική, πολλοί ακροδεξιοί ηγέτες που αυξάνουν τα ποσοστά τους σε άλλες χώρες Ευρώπης, βλέπουν τη Λεπέν ως εν δυνάμει εξωτερικό σύμμαχο, ακόμη κι αν διαφωνούν σε άλλα θέματα.
Πολλοί μάλιστα έσπευσαν να τη στηρίξουν με δηλώσεις τους τη Δευτέρα, αρπάζοντας την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν την υπόθεσή της για να αναδείξουν αυτό που θεωρούν ως κοινό τους σκοπό – έναν αγώνα ενάντια σε ένα πολιτικά παραδοσιακό κυρίαρχο ρεύμα, που υποτίθεται πως επιδιώκει να φιμώσει ή να υπονομεύσει την εθνικιστική τους ατζέντα.
«Το δικαστικό σύστημα έκανε ανεξάρτητα τη δουλειά του, αλλά η επίδραση των social media είναι τόσο ισχυρή που δημιουργείται ένα τεράστιο κενό εμπιστοσύνης», σχολίασε στο CNN ο αναλυτής Ντόμινικ Τόμας.
Ελαφρώς οξύμωρη νότα στο διεθνές ακροδεξιό κύμα στήριξης της Λεπέν, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου και σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου, Ίλον Μασκ, που υποστήριξε πως όταν η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να κερδίσει μέσω της δημοκρατικής ψήφου, καταχράται το νομικό σύστημα για να φυλακίσει τους αντιπάλους της. Την ίδια στιγμή βέβαια ο ίδιος μοιράζει επιταγές ενός εκατ. δολαρίων σε ψηφοφόρους στο Ουισκόνσιν για να επηρεάσει, ανοικτά και δημόσια, της εκλογές στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας, υπέρ του συντηρητικού υποψήφιου Μπραντ Σίμελ, τον οποίο στηρίζει ο Τραμπ.