Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΛΛΑΔΑ 2025: TΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Ελλάδα 2025: Tο αίτημα της κυβερνησιμότητας
Φωτ. Peg 1997 / Unsplash
Αν δει κανείς την σάρωση των θεματικών της συζήτησης για την Ελλάδα μπροστά στον καταιγισμό των νέων προκλήσεων, δεν αργεί να βρεθεί κοντά στην διαπίστωση ότι το Ελληνικό πολιτικό σύστημα καταλήγει να μην παρουσιάζει εναλλακτικές λύσεις. «Επίσκεψη» στο αποτύπωμα του τριήμερου συνεδρίου του Κύκλου των Ιδεών.

Την άρνηση του Βαγγέλη Βενιζέλου να απομακρυνθεί από το καμίνι της πολιτικής – παρά και την τελευταία παράκαμψή του από τον σε περιδίνηση/άμυνα Κυριάκο Μητσοτάκη στο cursus honorum της Προεδρίας της Δημοκρατίας – αποτύπωσε η διοργάνωση του Συνεδρίου αναζήτησης «πλαισίων αναφοράς» (για Ευρώπη και Ελλάδα) μπροστά «στο καταιγισμό των εξελίξεων» από τον Κύκλο Ιδεών. Διόλου τυχαία, ήδη ανακοινώθηκε – για τις 10/11 Ιουνίου – νέα διοργάνωση, διήμερου διεθνούς συνεδρίου για τα 50χρονα του Συντάγματος του 1975 (και την υπό ζύμωση αναθεώρησή του), και τούτο ενώ ο Β.Β. ήδη ξιφούλκησε εναντίον της βολικής χρήσης του Συντάγματος στην περίπτωση της Προανακριτικής για το μπάζωμα Τεμπών.

[Η διατύπωση αυτή περί μπαζώματος, με την επίσημη προσπάθεια να σβησθεί από την δημόσια συζήτηση , κατέληξε να μπολιάσει την πολιτική ζωή]. 

Αν δει κανείς την σάρωση των θεματικών της συζήτησης για την Ελλάδα μπροστά στον καταιγισμό των νέων προκλήσεων – με την Ευρώπη να επιχειρείται να λειτουργήσει ως ενός είδους σταθεροποιητής, αν μη ως σωσίβιο… – δεν αργεί να βρεθεί κοντά στην διαπίστωση ότι το Ελληνικό πολιτικό σύστημα καταλήγει να μην παρουσιάζει εναλλακτικές λύσεις, και τούτο ακριβώς μπροστά στον απειλητικό «καταιγισμό των νέων προκλήσεων» . Χωρίς εναλλακτικές λύσεις σε επίπεδο προσώπων, προγραμμάτων, «ούτε [και] σε επίπεδο ομάδων που διεκδικούν να ασκήσουν την εξουσία», για να δανειστούμε την διατύπωση Βενιζέλου. Προέκυψε, δηλαδή μια εικόνα χώρας μη-διακυβερνήσιμης και τούτο σ’ ένα γεωπολιτικό περιβάλλον κατεξοχήν ασταθές, που παράγει διακινδυνεύσεις: η διαμόρφωση προϋποθέσεων κυβερνησιμότητας – με λύσεις που «αφορούν πρόσωπα αλλά και μια νοοτροπία» – είναι μια συνθήκη απαιτητική όσο λίγες φορές κατά την Μεταπολίτευση.

Το αποτύπωμα που άφησε πίσω του το τριήμερο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών μπορεί να το προσεγγίσει κανείς από διάφορες πλευρές. Επιλέγουμε μια που αφορά την οικονομία, όπου υποτίθεται ότι λειτουργεί ένα κεκτημένο σταθερότητας μετά από πολλές περιπέτειες. Και μιαν άλλη, διαφορετική αυτή, που αφορά την πολυεπίπεδη συζήτηση για επανεμφάνιση της «αντι-συστημικότητας» στο ίδιο το πολιτικό σκηνικό, με την πολυδιάσπαση της πρόθεσης ψήφου αλλά και με την άνθιση πολιτικών σχηματισμών που ακριβώς αποκρούουν την συστημικότητα που, στο αμέσως προηγούμενο βήμα της Ελληνικής πολιτικής είχε αναχθεί σε πανάκεια…  

Στο πρώτο λοιπόν πεδίο, εκείνο της οικονομίας που την θεωρούμε  στην δημόσια συζήτηση να έχει διαφύγει από περιδινήσεις και πειρασμούς του παρελθόντος, είδε κανείς ανθρώπους όπως ο Διοικητής ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας και ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας να καταγράφουν μεν τις θετικές εξελίξεις μετά την έξοδο από την εποχή των Μνημονίων καθώς και την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης ικανοποιητικούς – συγκριτικά με τους Ευρωπαϊκούς, αν και με δεδομένη την ιδιαίτερη εισροή πόρων όπως του Ταμείου Ανάκαμψης. Πλην όμως, τόσον ο Γ. Στουρνάρας – η πρόβλεψη του οποίου για το 2025 «ροκάνισε» την προσδοκία ετήσιας ανάπτυξης από 2,5% σε 2,3% λόγω και των διεθνών αβεβαιοτήτων – φρόντισε να ανατινάξει προσδοκίες όπως για επαναφορά 13ου/14ου μισθού στο Δημόσιο, ή πάλι για μείωση συντελεστών ΦΠΑ, όσο και ο Ν. Βέττας διερωτήθηκε κατά πόσον η διατήρηση του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου που έφερε την χρεοκοπία το 2010 «αποτελεί πειστική δέσμευση ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί». Η μέριμνα και των δυο πρόδηλη: να μην επαναληφθεί η γνώριμη πρακτική της χαλάρωσης ενόψει δύσκολης πολιτικής αναμέτρησης στις κάλπες σε βάθος του ορίζοντα, καθώς οι πιέσεις που ήδη καταγράφει δημοσκοπικά η κυβερνητική παράταξη αλλά και οι μαζικές κινητοποιήσεις «καλούν» σε κοινωνικά μέτρα/παροχές.

Πάντως, και φωνές από τον επιχειρηματικό κόσμο έδωσαν σήμα κίνδυνου. Ο Πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, αφού κατέγραψε τις αδυναμίες σε επίπεδο παραγωγικότητας της οικονομίας όπως και ο Ν. Βέττας, έθεσε το ζήτημα των χαμηλών αμοιβών εργασίας (χρειάζεται να το συνειδητοποιήσουν οι επιχειρήσεις), μιλώντας μάλιστα εκ νέου για ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» εργαζομένων-εργοδοτών-Δημοσίου (πάλιν σε συνήχηση με Ν. Βέττα). Ο ίδιος αναφέρθηκε στην απώλεια ταχύτητας από πλευράς επενδύσεων, καθώς στο ερώτημα «γιατί να επενδύσω στην Ελλάδα;» δεν υπάρχει εύκολη – θετική – απάντηση, με το βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, τον ανθρώπινο παράγοντα, να βρίσκεται σε υποχώρηση. 

Ο ιδιαίτερα δυναμικός Βαγγέλης Μυτιληναίος, των κλάδων μεταλλουργίας και ενέργειας συνάμα, μίλησε διεξοδικά για την αρνητική επίπτωση του κλίματος διεθνούς αβεβαιότητας σε επίπεδο των αναγκαίων επενδύσεων στην Ελλάδα. Και τούτο μαζί και με την επιφυλακτικότητα σχετικά με την ολοκλήρωση των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (με τα εξαιρετικά άκαμπτα χρονικά του όρια). Παρέμβαση του βετεράνου της οικονομίας Μιχάλη Σάλλα κατέγραψε την επιφυλακτικότητα που δημιουργείται και για την Ευρώπη από τις μεταβολές «του ρόλου όλων», αλλά και από την διστακτικότητα των ελίτ και του πολιτικού προσωπικού να διαγνώσουν και διαχειριστούν τα νέα προβλήματα.

Αν, λοιπόν, στο πεδίο της οικονομίας όπου είχε επικρατήσει η αντίληψη τα τελευταία χρόνια μιας πορείας ανέφελης έρχονται στην επιφάνεια παρόμοιες επιφυλάξεις, στο πεδίο της ανταπόκρισης του πολιτικού συστήματος η συζήτηση για τα όρια του «συστημικού» και του «αντισυστημισμού» που βρίσκεται πάλι σε άνοδο στην Ελληνική πολιτική σκηνή άφησε ένα διακριτικό ίχνος ανησυχίας – ακριβώς στην κατεύθυνση της κυβερνησιμότητας, που ήδη μνημονεύσαμε. 

Σε μια χώρα όπου ένα κατεξοχήν αντισυστημικό κόμμα όπως το ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ των μέσων της δεκαετίας του ΄70 βρέθηκε εν συνεχεία να αποτελεί τον βασικό κορμό του συστήματος επί τρεις και πλέον δεκαετίες, αλλά και όπου τα 2/5 του πλέον συστημικού κόμματος, που υπήρξε η Δεξιά (Λαϊκό Κόμμα/ΕΡΕ/Νέα Δημοκρατία), έφθασαν κάποια στιγμή να ψηφίζουν ΑΝΕΛ και Πάνο Καμμένο, ενώ μόλις τα 3,5 να μένουν με την ηγεσία Αντ. Σαμαρά (πρώτες εκλογές του 2012), η συζήτηση περί συστημικού-αντισυστημικού εγείρει πολλά ερωτηματικά. 

Με τον Τάσο Γιαννίτση αλλά και τον Πέτρο Ευθυμίου να επισημαίνουν ότι «το ίδιο το σύστημα – Κυβερνήσεις/Δικαιοσύνη/εκπαιδευτικό σύστημα/ κόμματα/Βουλή – απαξιώνει θεσμούς και κανόνες», καθιστώντας έτσι πειστικές τις φωνές αντισυστημισμού. Ενώ οι ανάγκες σωστής κατανομής του βάρους από νέες καταστάσεις (τεχνολογική αλλαγή με επιπτώσεις στην εργασία, κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικό) συχνά παραβλέπονται, με το κοινωνικό κόστος να μεγαλώνει και τις κοινωνικές/πολιτικές αντιδράσεις να ξεφεύγουν. Το γεγονός ότι αυτή η συζήτηση περί αντισυστημικότητας αφέθηκε να συνδυάζεται με αναφορές στην ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας – η οποία, θυμίζουμε, δεν αφορά μόνο την διενέργεια ελεύθερων εκλογών και την εναλλαγή στην εξουσία, αλλά και στοιχεία όπως το κράτος δικαίου, η λειτουργία της Δικαιοσύνης, η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (π.χ. απόρρητο της επικοινωνίας…) – προκάλεσε πρόσθετη αίσθηση μη-επανάπαυσης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ